αναπαταγώνω

αναπαταγώνω
[παταγώνω]
1. προξενώ μεγάλο φόβο, τρόμο σε κάποιον
2. μέσ. τρέπομαι σε φυγή, εξαφανίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”